Ανυποταξία της ύπαρξης του. Αρνείτο να καταλάβει το πώς του ξέφυγε ο έλεγχος, το πώς ένα φευγαλέο γέλιο, ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα, μία λέξη μουγκή, γκρέμισε το σινικό του τείχος.
Η πλοκή πήγαινε πίσω χρόνια, πολλά χρόνια, πριν καν αυτός γεννηθεί. Πίσω σε χρόνια που οι μνήμες έχουν ξεχάσει και που οι αλήθειες ήταν πιο αληθινές και από το μεγαλύτερο ψέμα. Εκεί και τότε που οι ψυχές πάλευαν για την αγάπη και για τον φόβο. Εκεί που σφυρηλατήθηκε ο αέρας, το νερό, η φωτιά και η γη της. Εκεί που οι χειμώνες σμίλεψαν την ύπαρξη της και τα καλοκαίρια έλαμψαν το πνεύμα της. Η ανιδιοτέλεια του σύμπαντος σε ένα χορό δημιουργίας. Και η πορεία είχε προδιαγραφεί. Εκατομμύρια χρόνια πορείας. Τελειότητα ακολουθούμενη από τελειότητα ακολουθούμενη από τελειότητα ακολουθούμενη …..
Και τόσο απλά, τόσο ξαφνικά περπάτησε μπροστά του, κάθισε, μίλησε, γέλασε, ανάπνευσε. Απλά, απλά την αγάπησε.
Δεν ήξερε τι να πει, τι να κάνει, τι να υποθέσει. Χάθηκε στο μπέρδεμα της απλότητας της, στο τίποτα του πάντα της, και στο νούσιμο της τρέλας του. Τα χέρια μουδιασμένα, τα μάτια κενά μα η καρδιά, πιο ώριμη από ποτέ, ήξερε. Έντυσε τις λέξεις του με ρούχα ψεύτικα και αλλήθωρα και άρχισε να της μιλάει. Η ξεφτίλα της μαγκιάς, της υποτιθέμενης μαγκιάς. Αγάπη και φόβος. Ένοιωθε το πρώτο, εξέφραζε το δεύτερο. Γλυκύτατη, ευγενική απορροφούσε τις ανοησίες του, δείχνοντας του ενδιαφέρον. Ψεύτικο η αληθινό, μόνο αυτή ήξερε.
Περίεργο, τόση αγάπη, για κάποια που ούτε καν ήξερε. Άρχισε να αμφισβητεί την ίδια του την καρδιά. Την ρωτούσε, του απαντούσε, την ξαναρωτούσε…ανάκριση στην ανάκριση. Προσπάθησε να την απομακρύνει αλλά όλο και πήγαινε πιο κοντά της. Προσπάθησε να την υποτιμήσει στο μυαλό του, αλλά όλο και περισσότερο την θαύμαζε. Αυτή, απόμακρη, διαισθανόταν. Και τρόμαζε. Όσο πιο γλυκά, όσο πιο ευγενικά την πλησίαζε τόσο περισσότερο την τρόμαζε και το έβλεπε, το ένοιωθε στο πετσί του.
Και έκλεισε την καρδιά και μαζί της οποία ελπίδα ευτυχίας έβλεπε στην ύπαρξη της. Μιζέρια. Κάθε «απειλή» χαράς τον τρόμαζε.
«Μερικοί άνθρωποι γεννήθηκαν για να ζήσουν μόνοι.
Μερικοί άνθρωποι γεννήθηκαν για να πολεμήσουν σε μάχες όπου ο νικητής πάντα χάνει.
Μερικές σιωπές είναι αιώνιες.
Είμαι από άλλο παραμύθι.
Σε αγαπώ όσο και όπως δεν φαντάζεσαι».
Έγραφε σε ένα δεφτέρι. Σκέψεις σκόρπιες, ασυνάρτητες και αιμοβόρες. Πως τον μπέρδευε έτσι ο νους, τον στέρευε και μετά του γύρευε θάρρος και παλικαριά. Μίσεψε την μορφή, την ύλη, την σκέψη της δικής του απουσίας. Στέγνωσε.
Και την έχασε πριν καν την αποκτήσει, πριν προλάβει να κάνει προσπάθεια απόκτησης της. Έπρεπε να φύγει.
Forever…………Forever.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου